- εξοικώ
- (Α ἐξοικῶ, -έω) [έξοικος]νεοελλ.(για χώρα) ερημώνομαιαρχ.1. μεταναστεύω2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξοίκησις — ἐξοίκησις, η (Α) [εξοικώ] μετοίκηση, μετανάστευση … Dictionary of Greek